σπαράζομαι

σπαράζομαι
σπαράζομαι, σπαράχτηκα, σπαραγμένος βλ. πίν. 24
——————
Σημειώσεις:
σπαράζομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή.
Το σπαράζομαι σημαίνει υφίσταμαι, περνάω τραγική δοκιμασία (λόγω εσωτερικής διαμάχης κτλ.).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”